- ὐύζω
- ὐύζω,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υύζω — ή πιθ. τ. ὑύζω, Α μιμούμαι τη φωνή τής κουκουβάγιας, κάνω υ, υ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. (πρβλ. και λ. ἰύζω)] … Dictionary of Greek